ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πυρηνική σημασία (η) kernel meaning
πυρηνική συλλαβή (η) nuclear syllable
πυρηνικό πεδίο /εμβέλεια (το/η) Nuclear scope
πυρηνικοί κανόνες (οι) core rules
πυρηνικοί κανόνες (οι) kernel rules
Πυρηνικός δυναμικός τόνος (ο) Nuclear stress
πυρηνικός τόνος tonic accent
πυρηνικός τόνος (ο) nuclear stress
πυρηνικός-ή-ό core
πυρηνικός,-ή,-ό kernel