ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προσβάσιμος-η-ο, προσπελάσιμος,-η,-ο accessible
προσβασιμότητα (η) accessibility
προσπελασιμότητα (η) accessibility
προφίλ πρόσβασης (το) access profile
πρόσβαση (η) access
περισπωμένη (η) accent circumflex
προφορά (η) accent
προφορά (η) accent
προφορά (η), τόνος (ο) accent
προφορά (η) accent