ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
όψη (ρηματική) ασυντέλεστη (η) | aspect imperfective |
Όψη (η), Άποψη (η), Ποιόν ενεργείας (το), τρόπος (ο) | aspect (asp) |
όψη (ρηματική) (η) | aspect |
όρισμα (το) | argument (A, arg) |
ονοματοδοτική λειτουργία της γλώσσας (η) | appellative function of language |
ονοματοδοτικό (το) | appellative |
ονοματοδοτικός,-ή,-ό | appellative |
όνομα (το) | appellation |
οπισθοχωρητική συνάρθρωση (η) | anticipatory coarticulation |
οπισθοχωρητική αφομοίωση (η) | anticipatory assimilation |