ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λαρυγγογράφος (ο) | laryngograph |
λαρυγγογραφία (η) | laryngography |
Λαρυγγογράφημα (το) | Laryngogram |
λαρυγγικός,-ή,-ό | laryngeal |
λαρυγγικός κόμβος (ο) | laryngeal node |
λαρυγγικοί φθόγγοι (οι) | laryngeals |
λαρυγγική θεωρία (η) | laryngeal theory |
λαρυγγικά χαρακτηριστικά (τα) | laryngeal features |
λαρυγγικά (τα) | laryngeals |
λάρυγγας (ο) | larynx |