ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καθιερωμένος standard
καθιέρωση establishment
καθιέρωση (η) standardization
Καθιστώντας Δυνατή τη Μηχανική Μειονοτικών Γλωσσών (το) (κόρπους) Enabling Minority Language Engineering (EMILLE) Corpus
καθοδηγητική ένδειξη (η) lead
καθοδηγητική ένδειξη ηχηροποίησης voicing lead
καθοδηγητική λέξη (η) guidance word
καθοδηγούμενη κατάκτηση (η) instuctured / tutored acquisition
καθοδική download
καθοδικό / ανοδικό ημίφωνο (το) off-/on-glide