ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κινηματική (η) cenematics
κίνημα (το) ceneme
Κινέζικα Chinese
κινεζική γραφή (η) Chinese writing
κινηματική (η) kinematics
Κιναισθησία (η), Κιναίσθηση (η) Kin(a)esthesia, kin(a)esthesis
Κιναισθητική ανατροφοδότηση (η) Kinaesthetic/kinesthetic feedback
Κινηματική (η) kinematics / Cenematics (2)
κιβωτισμός (ο) nesting
Κινέζικα ZH