ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κινησιακός,-ή,-ό allative (all, ALL)
κινητική (η) cenetics
κινητική (η) kinetics
κινησιακός,-ή,-ό gestural
κινησιακή δείξη (η) gestural deixis
Κινησιακή φωνολογία (η) Gestural phonology
κίνηση (η), επιθηματοποίηση για αλλαγή γένους (η) motion
κινητική αφασια (η) motor aphasia
κινητική θεωρία (η) motor theory
κινητική θεωρία (η), αρθρωτική θεωρία (η) motor theory