ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κίνητρα επίτευξης στόχων (τα) instrumental motivation
κίνητρα ενσωμάτωσης/ένταξης (τα) integrative motivation
κινητικός,-ή,-ό kinetic
Κινιαρουάντα (η) (γλώσσα) Kinyarwanda
κίνητρο (το) motivation
κινητική ισοδυναμία (η) motor equivalence
κινητική θεωρία αντίληψης ομιλίας (η) motor theory of speech perception
κινητικότητα θέσης (η) positional mobility
κίονας του Corti rob of Corti
Κινιαρουάντα (η) (γλώσσα) RW