ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κίνητρα επίτευξης στόχων (τα) | instrumental motivation |
κίνητρα ενσωμάτωσης/ένταξης (τα) | integrative motivation |
κινητικός,-ή,-ό | kinetic |
Κινιαρουάντα (η) (γλώσσα) | Kinyarwanda |
κίνητρο (το) | motivation |
κινητική ισοδυναμία (η) | motor equivalence |
κινητική θεωρία αντίληψης ομιλίας (η) | motor theory of speech perception |
κινητικότητα θέσης (η) | positional mobility |
κίονας του Corti | rob of Corti |
Κινιαρουάντα (η) (γλώσσα) | RW |