ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κλάδος (ο) | branch |
Κλάδος (ο) | branch |
κλάδος (ο) | clade |
κλάσημα (το) | classeme |
κλασική Αραβική (η) (γλώσσα) | classical Arabic |
κλασική Ελληνική (η) (γλώσσα) | classical Greek |
κλασική θεωρία (η) | classical theory |
κλάμα | crying |
Κλάμαθ (η) (γλώσσα) | Klamath |
κλάσημα (το) | taxeme |