ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κλασικός ορισμός (ο) classical definition
κλειστά σύμφωνα (τα) closed consonants
κλείσιμο (το) closure
κλειδί (το) key
κλειστά πίεσης pressure stops
κλειδί προφοράς (το) pronunciation key
κλειδί αναζήτησης search key
κλειδί αναζήτησης search word
κλειδί ταξινόμησης sort(ing) key
κλειστά οπισθέλκουσας πίεσης suction stops