ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κλειστή άρμοση (η) | close juncture |
κλειστή μετάβαση (η) | close transition |
κλειστή τάξη (η) | closed class |
κλειστή κατηγορία (η) | closed class |
κλειστή λειτουργία (η) | closed function |
κλειστή συλλαβή (η) | closed syllable |
κλειστή τάξη λέξεων (η) | closed words class |
κλειστής κατηγορίας | closed-class |
Κλειστό (το), Αποφρακτικό (το) | stop |
κλειστό σύμφωνο | stop consonant |