ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κλειστή άρμοση (η) close juncture
κλειστή μετάβαση (η) close transition
κλειστή τάξη (η) closed class
κλειστή κατηγορία (η) closed class
κλειστή λειτουργία (η) closed function
κλειστή συλλαβή (η) closed syllable
κλειστή τάξη λέξεων (η) closed words class
κλειστής κατηγορίας closed-class
Κλειστό (το), Αποφρακτικό (το) stop
κλειστό σύμφωνο stop consonant