ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κηδεστής (συγγενής) μετασχηματισμός (ο) | affine transform |
κεφαλή (φράσης) (η) | head (of a phrase) |
κεφαλοστραφής,-ής,-ές | head-driven |
κεφαλοφόρος,-α,-ο | headed |
κεφαλίδα (η) | header |
κεφαλή πριν (η) | left head / left-headed |
Κιβωτισμένος-η-ο | nested |
κιβωτισμένη εξάρτηση (η) | nested dependency |
κιβωτισμένη καταχώρηση (η), κιβωτισμένο λήμμα (το) | nested entry |
κεφαλή μετά | right head |