ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κηδεστής (συγγενής) μετασχηματισμός (ο) affine transform
κεφαλή (φράσης) (η) head (of a phrase)
κεφαλοστραφής,-ής,-ές head-driven
κεφαλοφόρος,-α,-ο headed
κεφαλίδα (η) header
κεφαλή πριν (η) left head / left-headed
Κιβωτισμένος-η-ο nested
κιβωτισμένη εξάρτηση (η) nested dependency
κιβωτισμένη καταχώρηση (η), κιβωτισμένο λήμμα (το) nested entry
κεφαλή μετά right head