ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κεφαλαίο (το) (γράμμα) capital
κερματισμός (ο) chunking
κεφαλή (η) head
κεφαλή (συνθέτου) (η) head (of a compound)
κεφαλή (προτάσεων) (η) head (of sentences)
Κετ (η) (γλώσσα) Ket
Κέτσουα (η) (γλώσσα) QU
Κέτσουα Quechua
Κετσουμάρα (η) (γλώσσα) Quechumaran
κεφαλαίο γράμμα (το) upper case