ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κεφαλαίο (το) (γράμμα) | capital |
κερματισμός (ο) | chunking |
κεφαλή (η) | head |
κεφαλή (συνθέτου) (η) | head (of a compound) |
κεφαλή (προτάσεων) (η) | head (of sentences) |
Κετ (η) (γλώσσα) | Ket |
Κέτσουα (η) (γλώσσα) | QU |
Κέτσουα | Quechua |
Κετσουμάρα (η) (γλώσσα) | Quechumaran |
κεφαλαίο γράμμα (το) | upper case |