ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κέντρο (το), Μέσο (ή κέντρο) της γλώσσας (το) center
κεντρικός,-ή,-ό central
κεντρικός,-ή,-ό centralised
κεντρικότητα (η) centrality
κεντρικοποιώ centralize
κέντρο (το) centre
Κέντρο (το), Μέσο (ή κέντρο) της γλώσσας (το) centre
κεντρικός εγκιβωτισμός (ο) centre-embedding
Κεντρικός εγκιβωτισμός (ο), ενδοεγκιβωτισμός (ο) centre-embedding
κεντρικός,-ή,-ό focal