ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κεντρική σημασία (η) | central meaning |
κεντρικό νευρικό σύστημα (το) | central nervous system |
κεντρική θέση (η) | central position |
κεντρική τάση (η) | central tendency |
κεντρικό φωνήεν (το) | central vowel |
κεντρικοποίηση (η) | centralisation |
κεντρικοποιήμενος,-η,-ο | centralised |
κεντρικοποίηση (η) | centralization |
Κεντρικοποίηση διφθόγγου (η) | centring diphthong |
Κεντρικοποίηση διφθόγγου (η) | Centring diphthong |