ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κελάηδισμα (πουλιών) (το) | bird song |
Κόρπους Μπέρμινγκχαμ (το) | Birmingham Corpus |
καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) | Black English |
καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) | Black English vernacular |
κόψη της γλώσσας (η) | blade |
κενό (το) | blank |
κανόνας απαγόρευσης (ο) | bleeding rule |
κατηγορία αποκλεισμού (η) | blocking category |
κλάδος (ο) | branch |
Κλάδος (ο) | branch |