ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καθ' ύλην/υλική συνεπαγωγή (η) material implication
Καθαρεύουσα (η) idiome
Καθαρεύουσα (η) katharevusa / Katharévusa / Katharevusa (opurist) Greek
καθαρή pure
καθαρή δείξη (η) pure deixis
Καθαρό l (το), φατνιακό l (το) clear l
καθαρό πλευρικό (το) clear lateral
καθαρό φωνήεν(το) pure vowel
καθαρολογία (η) purism
καθαρολογικός-ή-ό purist