ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κωδικοποιητικός ιδιωματισμός (ο) encoding idiom
κωδικοποιώ encode
κωδικοποιώ codify
κωδικός χώρας (ο) country code
Κωνσταντίνος Δ. Χατζηδήμου gloss
Κωνσταντίνος Δ. Χατζηδήμου nesting
Κωνσταντίνος Δ. Χατζηδήμου headword
κωφά παιδιά deaf children
κωφός deaf
κώφωση vowel raising