ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βάθος (το) | backgrounding |
βαθμός στένωσης | constriction degree |
Βαθμός1 (ο), διαβαθμιστικός-ή-ό | degree |
βαθμός ιδιότητας μέλους (ο) | degree of membership |
βαθμός στενώματος (ο) | degree of stricture |
Βάθος2 (το) | depth |
βαθμός λεπτομέρειας (ο) | granularity |
βάθος (το) | intension |
βαθυ περατό φίλτρο (το) | low-pass filter |
βαθμός Τ (ο) | t-score |