ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βαθμός αποδεκτότητας (ο) | acceptability rating |
βαθμός επάρκειας (ο) | adequacy rank |
βαθμός (ο) | degree |
βαθμός επέκτασης (ο) | degree of extension |
βαθμός (ο) | grade |
βαθμός δυσκολίας (ο) | item difficulty |
βαθμός (ο) | rank |
βαθμολογική διάταξη (η) | rank ordering |
βαθμολογική κλίμακα (η), κλίμακα διαβάθμισης/εκτίμησης (η) | rating scale |
βαθμολογία, αποτέλεσμα | score |