ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ουάσο (η) (γλώσσα) Washo
Νόμος του Ουάτκιν (ο) Watkin’s Law
κύμα (το) wave
Κύμα (το), κυ­μα­τι­κός-ή-ό wave
κυματομορφή wave form
συρραφή κυματομορφών wave form concatenation
μετωπικό κύμα wave front
θεωρία κύματος wave theory
ασθενής-ής-ές weak
Ασθενή (τεμάχια) (τα) weak (segments)