ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ασθενής γενετική / γεννητική δυναμικότητα (η) weak generative capacity
Ασθενής γενετική / γεννητική δύναμη (η) weak generative power
ασθενήςλεξικαλιστική υπόθεση (η) weak lexicalist hypothesis
ασθενής θέση weak locality
ασθενής τοπικότητα weak locality
Ασθενής δυναμικός τόνος (ο) weak stress
Ασθενές ρήμα (το) weak verb
Ασθενές ρήμα (το) weak verb
εξασθένηση (η) weakening
ασθενώς επαρκής weakly adequate