ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γείωση (η) | grounding |
θεμελίωση (η) | grounding |
κατηγόρηση γείωσης (η) | grounding predication |
ενότητα (η) | group |
ομάδα (η) | group |
ομαδικός,-ή,-ό, | group |
Ομαδικός-ή-ό, ομάδα (η), ενότητα (η) | group |
Ομαδική γενική (η) | group genitive |
Ομαδική γενική (η) | group genitive |
ομαδικό όνομα (το) | group noun |