ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γείωση (η) grounding
θεμελίωση (η) grounding
κατηγόρηση γείωσης (η) grounding predication
ενότητα (η) group
ομάδα (η) group
ομαδικός,-ή,-ό, group
Ομαδικός-ή-ό, ομάδα (η), ενότητα (η) group
Ομαδική γενική (η) group genitive
Ομαδική γενική (η) group genitive
ομαδικό όνομα (το) group noun