ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
χειλοδοντικος,-ή,-ό | labiodental / labio-dental |
διχειλικός,-ή,-ό | labiolabial |
χειλοϋπερωικός,-ή,-ό | labiovelar / labio-velar |
χειλοϋπερωικοποιώ | labio-velarize |
Εργαστηριακή Φωνολογία (η) | Laboratory Phonology (LabPhon) |
ΜΓΚ | lad / LAD |
οικογένεια λεξικών (η) | ladder |
Λαδινική (η) (γλώσσα) | Ladinian |
βράδυνση (η) | lag |
(καθ)υστέρηση (η) | lag |