ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
χειλοδοντικος,-ή,-ό labiodental / labio-dental
διχειλικός,-ή,-ό labiolabial
χειλοϋπερωικός,-ή,-ό labiovelar / labio-velar
χειλοϋπερωικοποιώ labio-velarize
Εργαστηριακή Φωνολογία (η) Laboratory Phonology (LabPhon)
ΜΓΚ lad / LAD
οικογένεια λεξικών (η) ladder
Λαδινική (η) (γλώσσα) Ladinian
βράδυνση (η) lag
(καθ)υστέρηση (η) lag