ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κένημα (το) keneme
Κέρες (η), Κερεσική (η) (γλώσσα) Keres
Κερεσική (η), Κέρες (η) (γλώσσα) Keresan
Κερεσίουα (η) (γλώσσα) Keresiouan
πυρήνας (ο) kernel
πυρηνικός,-ή,-ό kernel
πυρηνική πρόταση (η), υποπρόταση (η) kernel clause
πυρηνική γραμματική (η) kernel clause
πυρηνική σημασία (η) kernel meaning
πυρηνικοί κανόνες (οι) kernel rules