ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ωτικός,-ή,-ό | aural |
ως αποφυγή | avoidance |
ωμή επιτέλεση (η) | bald on record |
ωτακουστής | eavesdropper |
Ωκεανική (η) (γλώσσα) | Oceanic |
Ωμέγα «ω» (το) | Omega (ω) |
ωοειδής,-ής,-ές | oval |
ωτακουστής (o) | overhearer |
ως υπερβάλλουσα χρήση | overuse |
ωστικές αλυσίδες | propelling chains |