ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ταυτιζόμενα στοιχεία (τα) | identical items |
ταυτοποίηση (η) | identification |
Τατζικική (η) (γλώσσα) | Tajik |
Ταταρική (η) (γλώσσα) | Tatar |
ταυτολογία (η) | tautology |
Τατζικική (η) (γλώσσα) | TG |
Ταϋλανδέζικα | TH |
Ταϋλανδέζικα | Thai |
Ταϋλανδέζος,-α | Thai |
Ταταρική (η) (γλώσσα) | TT |