ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
ταυτιζόμενα στοιχεία (τα) identical items
ταυτοποίηση (η) identification
Τατζικική (η) (γλώσσα) Tajik
Ταταρική (η) (γλώσσα) Tatar
ταυτολογία (η) tautology
Τατζικική (η) (γλώσσα) TG
Ταϋλανδέζικα TH
Ταϋλανδέζικα Thai
Ταϋλανδέζος,-α Thai
Ταταρική (η) (γλώσσα) TT