ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
ταχυλαλία (η) cluttering
ταχεία ανάγνωση (η) rapid reading
ταχεία ομιλία (η) rapid speech
ταυτόχρονη μετάδοση simul cast
ταυτοχρονία (η), ταυτοχρονισμός (ο), συγχρονισμός (ο) simultaneity
ταυτόχρονη μετάφραση (η) simultaneous translation
Ταυτόχρονη μετάφραση (η) simultaneous translation
ταυτόχρονη-κατανεμητική παράταξη (η) simultaneous-distributive coordination
ταχεία ανάγνωση (η) speed reading
ταχυστοσκόπιο (το) tachistoscope