ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ταχυφημία (η) | battarism |
τεκμήριο | document |
τεκμηρίωση | documentation |
τετελεσμένος μέλλων (ο), συντελεσμένος μέλλων (ο) | future perfect tense |
τελεία (η) | period |
ταχύτητα συγκράτησης (η) | rate of retention |
ταχύτητα ομιλίας (η) | rate of speech |
ταχυφημία (η) | tachysphemia |
Τεκιστλατική (η) (γλώσσα) | Tequistlatec |
τεκμήρια της αλλαγής | token/sign of change |