ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
ταχυφημία (η) battarism
τεκμήριο document
τεκμηρίωση documentation
τε­τε­λε­σμέ­νος μέλ­λων (ο), συντελεσμένος μέλλων (ο) future perfect tense
τελεία (η) period
ταχύτητα συγκράτησης (η) rate of retention
ταχύτητα ομιλίας (η) rate of speech
ταχυφημία (η) tachysphemia
Τεκιστλατική (η) (γλώσσα) Tequistlatec
τεκμήρια της αλλαγής token/sign of change