Αγγλικός Όρος
simultaneity
Πηγή
Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
Όρος
ταυτοχρονία (η), ταυτοχρονισμός (ο), συγχρονισμός (ο)
Πηγή
https://el.wiktionary.org/wiki/simultaneity

feedback