ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρητήγνώση | explicit knowledge |
ρητή παραγωγή (η) | explicit derivation |
ρητός-ή-ό | explicit |
ρήματα φορέα εμπειρίας (τα) | experiencer verbs |
ρουτίνα ευφημισμού | euphemism treadmill |
ρήμα ελέγχου (το) | equiverb |
ροή | drift |
ράχη της γλώσσας (η) | dorsum |
ραχιαιοουρανικός,-ή,-ό | dorsopalatal |
ραχιαιοουρανικός-ή-ό | dorso-velar |