ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

185 results
Greek Term English Term
ρηματικό παράγωγο (το) deverbal
ραχιαίος dorsal
Ραχιαίος-α-ο dorsal
ράχη της γλώσσας dorso
ραχιαιοϋπερωικός-ή-ό dorso-palatal
ραχιαιοουρανικός-ή-ό dorso-velar
ραχιαιοουρανικός,-ή,-ό dorsopalatal
ράχη της γλώσσας (η) dorsum
ροή drift
ρήμα ελέγχου (το) equiverb