ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πρόσθετο κλειδί ταξινόμησης (το) additional sortkey
προσθετικός-ή-ό additive
προσθετική δι(πλό)γλωσση εκπαίδευση (η) additive bilingual education
προσθετική διγλωσσία (η) additive bilingualism
Προσθετική δι(πλο)γλωσσία (η) additive bilingualism
προσαγόρευση (η) address
προσφώνηση (η) address
Προσαγόρευση (η), προσφώνηση (η) address
παραλήπτης (λόγου) (ο, η) addressee
πεπιεσμένος,-η,-ο adducted