ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προσβασιμότητα (η) | accessibility |
προσπελασιμότητα (η) | accessibility |
προσβάσιμος-η-ο, προσπελάσιμος,-η,-ο | accessible |
προσπελάσιμο υποκείμενο (το) | accessible subject |
προσαρμόζω | accommodate |
προσαρμογή (η) | accommodation |
προσαρμόζω | accomodate |
προσαρμογή (η) | accomodation |
πολιτισμική ενσωμάτωση (η) | acculturation |
πολιτισμική ενσωμάτωση (η) | acculturation model |