ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παθητικό ρήμα (το) | passive verb |
παθητικοποίηση (η) | passivization |
παθητικοποιώ | passivize |
παθητικός αρθρωτής (ο) | passive articulator |
παθητικός μετασχηματισμός (ο) | passive transformation |
παθητικός,-ή,-ό | passive (pass, PASS) |
Παθολογία (η) | pathology |
παθολογία ομιλίας-γλώσσας (η) | speech-language pathology |
παθολογία της ομιλίας | speech pathology |
παθολόγος της ομιλίας (ο) | speech pathologist |