ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ουρανικοποίηση (η) | palatalization / palatalisation |
ουρανικό σύμφωνο (το) | palatal consonant |
ουρανικά ρινικά (τα) | palatal nasals |
ουρανικά (τα) | palatal |
ουρανικά (τα) | gaumen laute |
Ουραλική (η) (γλώσσα) | Uralic |
Ουραλ-αλταϊκή υπόθεση (η) | Ural-Altaic hypothesis |
ουρά(η) | tail |
Ουόλοφ (η) (γλώσσα) | WO |
Ουολόφ (η) (γλώσσα) | Wolof |