ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
ουρανικοποίηση (η) palatalization / palatalisation
ουρανικό σύμφωνο (το) palatal consonant
ουρανικά ρινικά (τα) palatal nasals
ουρανικά (τα) palatal
ουρανικά (τα) gaumen laute
Ουραλική (η) (γλώσσα) Uralic
Ουραλ-αλταϊκή υπόθεση (η) Ural-Altaic hypothesis
ουρά(η) tail
Ουόλοφ (η) (γλώσσα) WO
Ουολόφ (η) (γλώσσα) Wolof