ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
Όψη (η), Άποψη (η), Ποιόν ενεργείας (το), τρόπος (ο) aspect (asp)
ουσιώδεςχαρακτηριστικό essential characteristic
ουσιώδης συνθήκη essential condition
ουσιώδες χαρακτηριστικό essential condition
ουσιώδης μεταβλητή (η) essential variable
ΟΦ (ονοματική φράση) (η) NP (noun phrase)
Ουτο-Αζτέκικη (η) (γλώσσα) Uto-Aztecan
όχημα vehicle
ΟΦ-wh (η) wh-NP
ΟΦ-wh wh-NP