ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
όψη (ρηματική) συντελεσμένη (η) aspect perfective
όψη (ρηματική) ασυντέλεστη (η) aspect imperfective
όψη (ρηματική) (η) aspect
Όψη (η), Άποψη (η), Ποιόν ενεργείας (το), τρόπος (ο) aspect (asp)
όχημα vehicle
ΟΦ-wh (η) wh-NP
ΟΦ-wh wh-NP
ΟΦ (ονοματική φράση) (η) NP (noun phrase)
Ουτο-Αζτέκικη (η) (γλώσσα) Uto-Aztecan
ουσιώδης συνθήκη essential condition