ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
νομική λεξικογραφία (η) | legal lexicography |
νοητική γραμματική (η) | mental grammar |
νοητικό λεξικό (το) | mental lexicon |
νοητικό διάστημα (το) | mental space |
νοητικό εδάφιο (το) | mental space |
Νοητικοί χώροι (οι) | Mental spaces |
νοητική γλώσσα (η) | mentalese |
νοητική τύφλωση (η) | mind blindness |
νομενκλατούρα (η) | nomen clature |
νοητικό σχήμα | schema (pl. schemata) |