ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
νοησιακός,-ή,-ό | ideational |
νοησιαρχικός,-ή-ό | ideational |
νοηματική μάθηση (η) | meaningful learning |
νοησιαρχία (η) | mentalism |
Νοησιαρχία (η), μενταλισμός (ο) | mentalism |
νοησιαρχικός,-ή,-ό | mentalistic |
νοησιαρχική γλωσσολογία (η) | mentalistic linguistics |
νοηματικό σύστημα (το) | mentalistic linguistics |
νοηματικός,-ή,-ό | sign |
νοηματικό σύστημα | sign system |