ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξ-γλώσσα e-language
εξαγκίστρωση (η) / απαγκίστρωση (η) exbraciation
εξάγω extract
Εξαγωγή (η) extraction
Εξαγωγή (η) extraction
εξαγωγή ορολογικών δεδομένων extraction of terminological data
ενωτίκευση (η) hyphenation
εξαγόμενο (το) / έξοδος (η) output
εξαγωγή ορολογίας (η) terminology extraction
ενωσιακός κατάλογος (ο) union list