ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εντοπικός,-ή,-ό inessive
εντατικός,-ή,-ό intensive
εντατικό αυτοπαθές (το) intensive reflexive
εντοπισμός (ο) localism
εντόπιση (η) localization
εντεθειμένος,-η,-ο σε ομοειδή δομή nested
εντοπισμός (ο) noticing
εντοπισμός αρχετύπου priming
εντεθειμένα λήμματα run-on entries
εντεθειμένο λήμμα run-on entry