ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εντοπικός,-ή,-ό | inessive |
εντατικός,-ή,-ό | intensive |
εντατικό αυτοπαθές (το) | intensive reflexive |
εντοπισμός (ο) | localism |
εντόπιση (η) | localization |
εντεθειμένος,-η,-ο σε ομοειδή δομή | nested |
εντοπισμός (ο) | noticing |
εντοπισμός αρχετύπου | priming |
εντεθειμένα λήμματα | run-on entries |
εντεθειμένο λήμμα | run-on entry |