ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εντασιακός δείκτης (ο) | intensifier |
εντασιακός,-ή,-ό | intensifying |
εντασιακός,-ή,-ό | intensional |
εντασιακός ορισμός (ο) | intensional definition |
εντασιακό ρήμα (το) | intensional verb |
εντασιακότητα (η) | intensionality |
εντατικές δομές (οι) | intensive constructions |
εντατική ανάγνωση (η) | intensive reading |
εντατικά ρήματα (τα) | intensive verbs |
εντατήρας ομιλίας | speech stretcher |