ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ένταξη σε περιβάλλον (η) contextualization
ενσωμάτωση (η) embodiment
ενσωματωσιακός,-ή,-ό incorporating
ενσωματωσιακές γλώσσες (οι) incorporating language
ενσωμάτωση (η) incorporation (inc)
ενσωμάτωση (η), ένταξη (η), ομογενοποίηση (η) integration
ενσωμάτωση λεξικής έννοιας (η) lexical concept integration
ενσωμάτωση ονόματος (η) noun incorporation
ενσωμάτωση ουσιαστικών (η) noun incorporation
ένταση  volume