ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
Ενσώματη Γραμματική των Δομών (η) ECG
ενσώματη νόηση (η) embodied cognition
Ενσώματη Γραμματική των Δομών (η) embodied construction grammar
ενσώματη εμπειρία (η) embodied experience
ενσυναισθητική δείξη (η) empathetic deixis
ενσυναίσθηση (η) empathy
ενσωματώνω/-ομαι incorporate
ενσωματωμένος-η-ο incorporated
ενσωματικός προσανατολισμός (ο) integrative orientation
ενότητα (η) unit