ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξακολουθητικό (το) | behauchter |
Εξαγωγή Πόρων και Ορολογίας Κόρπους (η) | Corpus Resources and Terminology Extraction (CRATER) |
εξαίρεση | exception |
εξαίρεση | exceptionality |
εξαγωγή συμπερασμάτων (η) | inferencing |
εξαγωγή πληροφοριών (η) | information extraction |
εξακολουθητική ρηματική όψη (η) | progressive aspect |
εξακολουθητική αφομοίωση (η) | progressive assimilation |
εξαίρων | prominent |
εξαγωγή όρων | term extraction |