ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
άψυχος,-η,-ο inanimate
Άχρονος-η-ο, χωρίς χρόνο untensed
άχρονος-η-ο untensed
άχρονος-η-ο timeless
αχρονικές σχέσεις atemporal relations
αφωνία (η) aphonia
άφωνη παύση (η) silent pause
Αφροασιατικός-ή-ό Afrasian
Αφροασιατικός-ή-ό Afroasiatic
Αφροαμερικανική Καθομιλουμένη Αγγλική (ΑΚΑ) (η) African American Vernacular English (AAVE)