ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

61 results
Greek Term English Term
ψέλλισμα (το) cooing
ψευδό- dummy
ψευδές δίδυμο (το) fake geminate
ψευδής-ές false
ψευδής αρχάριος (ο) false beginner
ψευδές ομόρριζο (το), ψευδοσυγγενής (ο) false cognate
Ψευδή ομόρριζα (τα), ψευδοσυγγενείς (οι) false cognates
ψευδές ομόρριζο (το), ψευδοσυγγενής (ο) faux ami
ψευδο-αμετάβατος-η-ο pseudo-intransitive
ψεύδο- quasi-