ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δείκτης άρνησης (ο) negator
διαπραγματευση (η) negotiation
διαπραγματευση της σημασίας (η) negotiation of meaning
Περιβάλλον2 (το), γειτονιά (η)¶ neighbourhood
Νένετς (η) (γλώσσα) Nenets
νεοκλασικό σύνθετο (το) neoclassical compound
Νεο-Ντέιβιντσονικός-ή-ό / νέο-ντέιβιντσον (του) neo-Davidsonian
νεοφιρθιανός,-ή,-ό neo-Firthian
νεοχουμπολτιανισμός (ο) neo-Humboldtianism
Νέα Νότια Αραβική (η) (γλώσσα) Neo-South Arabic