ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Νεπάλ Nepali
νευρικές ίνες (οι) nerve fibers
εντεθειμένος,-η,-ο σε ομοειδή δομή nested
Κιβωτισμένος-η-ο nested
κιβωτισμένη εξάρτηση (η) nested dependency
κιβωτισμένη καταχώρηση (η), κιβωτισμένο λήμμα (το) nested entry
ένθεση σε ομοειδή δομή (η) nesting
ενδολημματοποίηση (η) nesting
Κωνσταντίνος Δ. Χατζηδήμου nesting
κιβωτισμός (ο) nesting