ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Νεπάλ | Nepali |
νευρικές ίνες (οι) | nerve fibers |
εντεθειμένος,-η,-ο σε ομοειδή δομή | nested |
Κιβωτισμένος-η-ο | nested |
κιβωτισμένη εξάρτηση (η) | nested dependency |
κιβωτισμένη καταχώρηση (η), κιβωτισμένο λήμμα (το) | nested entry |
ένθεση σε ομοειδή δομή (η) | nesting |
ενδολημματοποίηση (η) | nesting |
Κωνσταντίνος Δ. Χατζηδήμου | nesting |
κιβωτισμός (ο) | nesting |